πληθικός

πληθικός
-ή, -ό, Ν [πλήθος]
φρ. «πληθικός αριθμός» — ή «πληθάριθμος» ή «απόλυτος αριθμός»
i) (για πεπερασμένο σύνολο) το πλήθος τών στοιχείων τού συνόλου
ii) (για μη πεπερασμένο σύνολο) η ισχύς τού συνόλου, αλλ. υπερπεπερασμένος αριθμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • πληθάριθμος — ο, Ν ο πληθικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • πληθικώς — Α επίρρ. ως επί το πλείστον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. *πληθικός] …   Dictionary of Greek

  • υπερπεπερασμένος — η, ο, Ν φρ. «υπερπεπερασμένος αριθμός» μαθημ. πληθικός ή τακτικός αριθμός που δεν είναι ακέραιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”